μέσαν

μέσαν
μέσᾱν , μέση
mese
fem acc sg (doric aeolic)
μέσᾱν , μέσης
a wind between
masc acc sg (epic doric aeolic)
μέσης
a wind between
masc acc sg
μέσᾱν , μέσος
b
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέσαν — (Μ) επίρρ. βλ. μέσα …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”